πέμψον

πέμψον
πέμπω
send
aor imperat act 2nd sg
πέμπω
send
fut part act masc voc sg
πέμπω
send
fut part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εξαρτίζω — (AM ἐξαρτίζω) [αρτίζω] μσν. νεοελλ. εφοδιάζω κάτι και ειδικότερα πλοίο ή στόλο με όλα τα απαραίτητα εξαρτήματα, αρματώνω, εξοπλίζω αρχ. 1. κάνω κάτι άρτιο, τέλειο, συμπληρώνω 2. παρασκευάζω, ετοιμάζω («ἵνα ἄρτιος ᾖ ὁ τοῡ θεοῡ ἄνθρωπος, πρὸς πᾱν… …   Dictionary of Greek

  • στέλλω — ΝΜΑ, και στέλνω και στέρνω Ν αποστέλλω, πέμπω (α. «τού έστειλε πολλά χαιρετίσματα» β. «ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «στέλνω κάποιον στον διάβολο» διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο, τόν ξαποστέλνω νεοελλ. αρχ. ναυτ.… …   Dictionary of Greek

  • τάχα — ΝΜΑ, και τάχατε(ς) και τάχατι(ς) και τάχαμου Ν νεοελλ. 1. (ως ερωτ. μόριο) άραγε, ποιος ξέρει αν... («τάχα να στέκει ο ουρανός, να στέκει ο απάνου κόσμος;», δημ. τραγούδι) 2. (ως ενδοιαστικό μόριο) μήπως μη τυχόν («τάχα δεν επερπάτησα κι εγώ με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”